ψάμαθοι

ψάμαθοι
ψάμαθος
sand of the sea-shore
fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κλονώ — (AM κλονῶ, έω) [κλόνος] ταράζω, προκαλώ απώλεια σταθερότητας, κλονίζω* (α. «ψάμαθοι κύμασιν ριπαῖς τ ἀνέμων κλονέονται», Πίνδ. β. «πάθη κλονεῖν τὴν ψυχήν», Φίλ.) αρχ. 1. προκαλώ σε κάποιον σύγχυση ή τρέπω σε φυγή («Ἕκτορα δ ἀσπερχὲς κλονέων ἔφεπ… …   Dictionary of Greek

  • ψάμαθος — ἡ, Α (ποιητ. τ.) 1. η άμμος τής παραλίας 2. η άμμος ποταμού 3. στον πληθ. αἱ ψάμαθοι α) σωρός άμμου β) κόκκοι άμμου 4. παροιμ. φρ. «ὅσα ψάμαθός τε κόνις τε» αμέτρητα σαν την άμμο τής θάλασσας (Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από τον τ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”